ἱπποκόμοι

ἱπποκόμοι
ἱπποκόμος
groom
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἱππόκομοι — ἱππόκομος groom masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ΧΑΝ — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… …   Dictionary of Greek

  • σταβλησιανοί — οἱ, Α ιππείς ή ιπποκόμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. equites stablesiani] …   Dictionary of Greek

  • χάν — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… …   Dictionary of Greek

  • χαν — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… …   Dictionary of Greek

  • ψήχω — ΝΑ καθαρίζω με τη βούρτσα, βουρτσίζω αρχ. 1. ξυστρίζω («ἱπποκόμοι ψήχοντες τοὺς ἵππους ψόφον ἐποίουν», Ξεν.) 2. τρίβω ελαφρά («φαρμάκῳ ἔψηχεν θηρὸς κάρη», Απολλ. Ροδ.) 3. φθείρω, καταστρέφω με την τριβή («πέτρην ψήχει χρόνος», Ανθ. Παλ.) 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • είλωτες — Στην αρχαία Σπάρτη ονομάζονταν έτσι οι δούλοι που ανήκαν στο κράτος. Η προέλευσή τους δεν είναι εξακριβωμένη με βεβαιότητα. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, οι ε. ζούσαν στις όχθες του Ευρώτα πριν από την κάθοδο των Δωριέων, οι οποίοι τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”